- αναλιγώνω
- 1. μεταβάλλω με τη θερμότητα στερεή λιπαρή ουσία σε υγρή, λειώνω, διαλύω2. (ενεργ. και μέσ.) φθάνω σε κατάσταση λιποθυμίας λόγω έντονης επιθυμίας κάποιου πράγματος (τροφής κ.λπ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναλιγώνω — λίγωσα, λιγώθηκα, λιγωμένος 1. μτβ., προκαλώ σε κάποιον αναλίγωμα, σφοδρή επιθυμία: Το χαμόγελό της τον αναλίγωσε. 2. αμτβ., νιώθω λιγούρα ατονία: Έχω αναλιγωθεί από την πείνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναλίγωμα — το [αναλιγώνω] 1. η μεταβολή στερεής λιπαρής ουσίας σε υγρή, λόγω θερμότητας, τήξη, λειώσιμο 2. αίσθημα παροδικής εξασθένησης τών σωματικών δυνάμεων, που προκαλείται από πείνα, ηδονή κ.ά., ζαλάδα, λίγωμα … Dictionary of Greek
αναλιγδιάζω — 1. (για πορώδη αγγεία που περιέχουν υγρό) σχηματίζω λίγδα, αναδίδω υγρασία στην επιφάνεια 2. γίνομαι νερουλός, αναλιγώνω … Dictionary of Greek